ογκαρίζω

ογκαρίζω
ὀγκαρίζω (Α)
ογκανίζω, γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τού ὀγκῶμαι* (βλ. και λ. γκαρίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γκαρίζω — (Α ὀγκῶμαι) 1. (για γαϊδούρια) φωνάζω 2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες 3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”